H έννοια της «πίστωσης», αν και χρησιμοποιείται σε διάφορες νομοθεσίες και άλλα νομικά κείμενα, ωστόσο δεν ορίζεται επί κάποιου συγκεκριμένου νομοθετήματος. Θα πρέπει να καταφεύγουμε σε μια συλλογή στοιχείων στην ευρύτερη νομική θεωρία και να αντλήσουμε συμπεράσματα όπως ότι αποτελεί μια συμβατική σχέση, κατά την οποία ο ένας εκ των συμβαλλόμενων υποχρεούται να ενισχύσει προσωρινά την αγοραστική δύναμη του άλλου.
Σαφώς το δάνειο αποτελεί μια περίπτωση σύμβασης, καθώς σε μια οικονομική θεώρηση αναφερόμαστε στη χρονικά περιορισμένη παραχώρηση ενός κεφαλαίου, κατά κανόνα ενός χρηματικού ποσού. Τα δάνεια αποτελούν τη σημαντικότερη μορφή άμεσης πίστωσης, για τον λόγο ότι η προσωρινή ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης του δανειολήπτη πραγματοποιείται µε απευθείας παραχώρηση της από τον πιστοδότη, σε αντίθεση µε τις έμμεσες πιστώσεις όπου η ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης του λήπτη επιτυγχάνεται µε την ανάληψη χρηματικής υποχρέωσης εκ μέρους του πιστοδότη έναντι του λήπτη ή τρίτου.
Το καταναλωτικό λοιπόν δάνειο χορηγείται σε έναν ιδιώτη για μια προσωπική του δαπάνη και μόνο εξαιρουμένης της αγοράς ακίνητης περιουσίας ή χρεογράφων. Ο ορισμός1 καλύπτει ένα ευρύτερο φάσμα αγαθών και υπηρεσιών που η απόκτηση ή η λήψη τους μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο χρηματοδότησης. Ένα τραπεζικό καταναλωτικό δάνειο παρέχεται για παράδειγμα για ην αγορά αυτοκινήτου ή οικιακού εξοπλισμού, για κάλυψη εξόδων πακέτου διακοπών ή των εξόδων για σπουδές και πολλές άλλες προσωπικές ανάγκες εκάστοτε προσώπου.
Το ίδιο ευρύς είναι και ο ορισμός του καταναλωτή και στο άρθρο των ορισμών, υπ’ αριθμόν #3, παρατηρούμε την απλή διατύπωση «κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, με τις δικαιοπραξίες που καλύπτει η παρούσα οδηγία, επιδιώκει σκοπούς που είναι άσχετοι με την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητά του». Έχει το ενδιαφέρον του να τονιστεί ότι η Οδηγία 87/102/ΕΟΚ, προκάτοχος της Οδηγία 2008/48/ΕΚ, αρκούνταν οι επιδιωκόμενοι σκοποί να θεωρούνται άσχετοι με την επαγγελματική δραστηριότητα του αντισυμβαλλόμενου. Όμοιο ενδιαφέρον προκύπτει από και από το γεγονός ότι από το τελικό κείμενο της οδηγίας απουσιάζει και η επέκταση της προστασίας στους εγγυητές2. Θα διαπιστώσουμε και στην συνέχεια ότι καταλληλότερη προσέγγιση ερμηνείας φαίνεται να η συσταλτική, καθώς συχνά τα κράτη-μέλη διαφωνούν για τον ακριβή προσδιορισμό της έννοιας καταναλωτικής πίστης.
Σε ορισμένες περιπτώσεις η αξία του δανείου δεν καταβάλλεται υπό μορφή μετρητών στον δανειολήπτη, αλλά αποδίδεται στον έμπορο από τον οποίο γίνεται η σχετική αγορά υπο χρηματοδότηση του εν λόγω δανείου. Αναφορικά με τη αποπληρωμή των καταναλωτικών δανείων συνήθως διεκπεραιώνεται µε τη μηνιαία καταβολή δόσεων. Εάν ο πελάτης επιθυμεί μεγάλη διάρκεια αποπληρωμής του δανείου του ναι μεν θα έχει «μικρότερες δόσεις», αλλά ταυτόχρονα θα επωμιστεί και περισσότερους τόκους.
Οι πιστώσεις συνιστούν μια ιδιαίτερα επικίνδυνη τραπεζική δραστηριότητα, για τον λόγο ότι υπάρχουν αναρίθμητοι παράγοντες που δύναται να επηρεάσουν την ικανότητα και πιθανότητα αποπληρωμή μιας πίστωσης. Η τράπεζα οφείλει να περιορίζει την έκθεση της σε αυτούς τους κίνδυνους και αυτό επειδή αν δεν εισπράξει τις πιστώσεις, κινδυνεύουν και οι καταθέσεις και κατά επέκταση να υφίστανται και ευρύτεροι κίνδυνοι για την οικονομία γενικότερα. Ένας τρόπος είναι ο επιμερισμός τους κινδύνου σε πολλαπλά δάνεια, παρά σε ένα μεγάλο δάνειο ή ο έλεγχος της φερεγγυότητας των οφειλετών, συμπεριλαμβανομένου και τρόπου χρήσης εκάστοτε πίστωσης. Ο πιο σημαντικός ίσως τρόπος είναι η εξασφάλιση ως προς την πίστωση, με άλλα λόγια i) εγγύηση, ii) υποθήκη ή iii) ενέχυρο, διαφορετικά αν η τράπεζα δεν εξασφαλιστεί, τότε οι αξιώσεις είναι απλές συμβατικές. Ως προς το μείζον ζήτημα της εξασφάλισης, υπάρχουν και ασφαλιστικές εταιρίες οι οποίες ασφαλίζουν την τράπεζα για τέτοιου είδους κινδύνους.
Η ευρύτερη κοινωνική επίδραση των δανείων για την κάλυψη των καταναλωτικών αναγκών μπορεί να μετρηθεί με τον λόγο «πιστώσεις προς τις δαπάνες των νοικοκυριών». Ένας τέτοιος δείκτης μπορεί να συνυπολογίσει και την περίπτωση που υπερβαίνουν οι καταναλωτές έχουν μειώσει το υπόλοιπο χρέους που εκκρεμεί, καθώς στον αριθμητή θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και τις υπολοιπόμενες πιστώσεις από προηγούμενα οικονομικά έτη. Η εξάρτηση από την καταναλωτική πίστη σαφώς και ποικίλλει σημαντικά μεταξύ διαφορετικών κρατών μελών. Μερικά ενδεικτικά σημεία της εξάρτησης αποτυπώθηκαν σε έκθεση του 2012 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή δυνάμει της διατάξεως 27(2):
- Πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση όλα τα κράτη μέλη, με εξαίρεση τη Γερμανία, σημείωναν αύξηση της καταναλωτικής πίστης σε σχέση με τις δαπάνες του νοικοκυριού.
- Μετά το 2007, οι καταναλωτές σε πολλά κράτη μέλη μείωσαν την εξάρτησή τους από πιστώσεις, ιδίως δε στην Ιρλανδία (-1,4%), στην Ισπανία (-1,3%) και στο Ηνωμένο Βασίλειο (-1,2%).
- Στην Γερμανία και στην Σλοβακία είναι η εξάρτηση από την καταναλωτική πίστη ήταν μετά το 2007 υψηλότερη από ό,τι πριν.
- Ενδεικτικά από Σ. Ψυχομάνη (2011; Σάκκουλα): «Έτσι ως καταναλωτικές ορίζονται εκείνες οι πιστώσεις στις οποίες η παρεχόμενη αγοραστική δύναμη προορίζεται να καλύψει σκοπούς εκτός των ορίων της επαγγελματικής δραστηριότητας του πιστολήπτη». ↵
- Άννα Σ. Τσιτσικάου, “Η Αρχή Του Υπεύθυνου Δανεισμού Με Βάση Την Οδηγία 2008/48/ΕΚ Και Την Οδηγία 2014/17/ΕΕ” (Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2016), page 26. ↵