Κατά την περίοδο του 2012 προέκυψαν καίριες αμφιβολίες για την βιωσιμότητα του Ευρώ και η επιστροφή στα εθνικά νομίσματα ήταν πια πιθανολογούμενη, έστω και σε όρους αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Πέρα από την προκληθείσα κρίση δημοσίου χρέους, τέθηκε και το ζήτημα σημαντικής αύξησης των ασφάλιστρων κινδύνων έναντι ομολόγων (risk premia). Η ΕΚΤ και δια στόματος M. Draghi ανακοίνωσε το OMT. Το ΔΕΕ ευθύς εξαρχής εξέτασε το κατά πόσο ένα Δελτίο Τύπου ευχερώς μπορεί να θεωρηθεί δεκτικό ελέγχου νομιμότητας. Κρίθηκε ότι η ένδικη προστασία απειλούμενων δικαιωμάτων εμπεριέχει εκ φύσεων προβλέψεις αβέβαιες και ως πραγματικά περιστατικά είναι στην ευθύνη του Εθνικού Δικαστή (C-11/07; C-416/10) και αν λοιπόν η Εθνική Δικονομία θεωρεί παραδεκτό ένα τέτοιο αντικείμενο προσφυγής, τότε το ΔΕΕ υποχρεούτο να απαντήσει. Εξάλλου διατυπώθηκε και η θέση ότι και μόνο η αναγγελία του προγράμματος ήταν αρκετή για να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα (para 79).
Γενικότερα, ζητήματα ερμηνείας και αρμοδιότητας αποτελέσαν μέρος της εν λόγω απόφασης και αποσαφηνίστηκε επίσης ότι: (i) Ακόμη και αν το Εθνικό Δικαστήριο, στη βάση των εγχώριων κανόνων δεν δεσμεύεται από την ερμηνεία του ΔΕΕ, καθώς στις αρμοδιότητες του ΔΕΕ δεν συγκαταλέγεται η αμιγής γνωμοδότηση, η δεσμευτικότητα της επίμαχης ενωσίακης απόφασης παραμένει τεθωρακισμένη (C-446/98; C-173/09). (ii) Διαπιστώθηκε ωστόσο μια καθοριστική διαφοροποίηση, καθώς εν προκειμένου δεν ήταν αναγκαία η ερμηνεία του Ενωσιακού Δικαίου εν ολοκλήρου, αντίθετα η κλήση ήταν αναφορικά με την ερμηνεία και εφαρμογή της καθαυτής πράξης (ήτο η ανακοίνωση του OMT). Ανέκυψε στην συνέχεια το ζήτημα το στοιχείο του παραδεκτού της βάσης της κύριας δίκης, μπορεί να επηρεαστεί ελλείψει αποδεδειγμένης (α) ανάγκης (προληπτικής) προστασίας ή (β) ζημιάς για τους προσφεύγοντες ή (γ) δεκτικότητας χαρακτηρισμού. Ο τριπλός αυτός άξονας προδικαστικών ερωτημάτων διευθετήθηκε στη βάση ότι το Εθνικό Δικαστήριο φέρει την ευθύνη της αναγκαιότητας και της λυσιτέλειας της επιδιωκόμενης προδικαστικής αποφάσεως (C-399/11).
Επί της ουσίας το ΔΕΕ κλήθηκε να αποσαφηνίσει επί της (Α) αρμοδιότητας του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) και της (Β) αρχής της αναλογικότητας. Αντιστοίχως κατέληξε στο ότι: (Α) Ειδικότερα για τις χώρες του Ευρώ, η νομισματική πολιτική αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης και σύμφωνα με τα άρθρα 127 έως 133 της ΣΛΕΕ αλλά και του 138 της ιδίας συνθήκης, η ΕΚΤ μπορεί να θεσπίζει όλα τα αναγκαία μέτρα. Βάσει 12(1) και 14(3) του Πρωτοκόλλου της ΕΚΤ, η ΕΚΤ δύναται να προσφεύγει στις Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες, εφόσον αυτό είναι δυνατό και εύλογο, και να τις επιφορτίζει με τα καθήκοντα της ΕΣΚΤ, καθώς οι ίδιες είναι υποχρεωμένες να ακολουθούν τις κατευθυντήριες γραμμές της πρώτης. Επιπροσθέτως για το εν λόγω Σύστημα και στην βάση του άρθρου 130 της ΣΛΕΕ, είναι επιθυμητή η εξουδετέρωση των εξωτερικών ή πολιτικών πιέσεων που πιθανόν να πλήξουν την αποτελεσματικότητα των σκοπών του. Για να εξεταστεί αν κάτι εμπίπτει στην έννοια της νομισματικής πολιτικής της ΕΕ, αναγκαία η εξέταση του επιδιωκόμενου σκοπού και να διακρίνεται εμφανώς από την εμβέλεια της Οικονομικής Πολιτικής (C-370/12). (Β) Η αρχής της αναλογικότητας απαιτεί οι πράξεις της ΕΕ να είναι πρόσφορες για την επίτευξη των νόμιμων σκοπών αλλά και να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο ως προς την επιθυμητή αυτή επίτευξη και η τήρηση της υποχρέωσης αιτιολογήσεων θα πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο τυπικά, αλλά και επί του συνολικού πλαισίου. Εν προκειμένου κρίθηκε ότι το ανακοινωθέν τύπου εμπεριέχει όλα τα ουσιώδη στοιχεία για να είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος.
Peter Gauweiler v. Deutscher Bundestag, C-62/14
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Eckelkamp, C‑11/07, Križan, C‑416/10, Fazenda Pública, C-446/98, Elchinov, C-173/09, Melloni, C-399/11, Pringle, C-370/12, Association Kokopelli, C-59/11, Commission v. ECB, C-11/00, Commission v Council, C‑63/12.