To παρόν κείμενο αποτελεί ένα draft που είχα συντάξει το Νοέμβριο του 2014. Η αφορμή και ιδέα για το άρθρου είχε προκύψει ως συνέπεια του άρθρου μου «Τι θα γίνει τελικά ρε καθηγητές;», όπου για διάφορους λόγους ουδέποτε δεν ολοκλήρωσα το draft. Ενθυμήθηκα την ύπαρξή του μετά την ανάσταση στην κοινότητα του pde.gr (link) του αρχικού άρθρου μου. Αν και μπήκα στον πειρασμό να τον ανασυντάξω ή να βελτιώσω κάποιες διατυπώσεις, ωστόσο έκρινα ότι η όποια αξία μπορεί να έχει η δημοσίευση είναι η ακριβής αναπαράσταση του χρόνου και των συνθηκών όπου αυτό αρχικώς συντάχθηκε -εξάλλου πια η δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι πια απλά μια ανάμνησή μου. Για αυτούς τους λόγους είναι πιθανόν μερικά σημεία να τα διατύπωνα διαφορετικά στο σήμερα, ή να μην είναι πια επίκαιρα.
Μερικά χρόνια πριν, όταν συνειδητοποίησα ότι το θέμα της «κρίσης» δεν θα είναι απλά το αγαπημένο ρεπορτάζ κάθε είδους ΜΜΕ, φοβήθηκα κυρίως ένα ενδεχόμενο: την πνευματική χρεοκοπία. Και πράγματι, προσωπικά αυτό που αντικρίζω γύρω μου καθημερινά δεν μου αρέσει. Θεωρώ την πολιτική φθηνή, βρίσκω τους ανθρώπους να έχουν διαχωριστεί για ηλίθιες διαφορές και διαφορές που ουδεμία σχέση έχουν με τη ρίζα του προβλήματος ή έστω με την πολιτική επιστήμη.
Θα μπορούσε η παιδεία να μην επηρεαστεί; Ή πιο σωστά: Η παιδεία επηρεάστηκε; Δεν θέλω να απαντήσω, δεν έχει νόημα αν πριν από 5χρόνια είχαμε ή όχι «καλύτερα» σχολεία. Ξέρω όμως με σιγουριά ότι η δευτεροβάθμια εκπαίδευση είχε και έχει σοβαρά διοικητικά προβλήματα. Το Ελληνικό σχολείο έχει προβλήματα στο ίδιο του το DNA.
Το γενικό σχολείο ήταν το «κανονικό» σχολείο και τα ΕΠΑΛ η «τελευταία ελπίδα» για το τρένο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, …λες και η «τεχνική εκπαίδευση» δεν είναι καλλιέργεια ή απευθύνεται σε διαφορετική κάστα ανθρώπων. Τα παραθυράκια του εκπαιδευτικού συστήματος πάρα πολλά· να μιλήσουμε για τα νυχτερινά σχολεία και τον περιβόητο «Ξαπλώπουλος ΑΕ»; Να μιλήσουμε για τα «special sports» και τα τρελά bonus μορίων για τις πανελλαδικές – θυμίζοντας κάτι από το παλιό γίγνεσθαι των Golden Boys;
Και όλα αυτά για ένα «εισιτήριο» σε κάποιο τριτοβάθμιο ίδρυμα. Σαφώς η τριτοβάθμια εκπαίδευση οφείλει να είναι η συνέχεια της εφηβικής πνευματικής και κοινωνικής καλλιέργειας, αλλά κατά πόσο όμορφος και κοινωνικά ωφέλιμος είναι ο μοναδικός στόχος της Α’ Γυμνασίου να είναι η Β’ Γυμνασίου και αυτή η διαδοχή να συνεχίζεται μέχρις ότου η Γ’ Λυκείου να γίνει Α’ Εξάμηνο; Και αν αυτή η αλυσίδα μας αρέσει, γιατί δεν αρέσει μια επαγγελματική καριέρα με αρχή γενομένης θυγατρικές εταιρείες «ειδικού σκοπού» (λ.χ. OTEplus ΑΕ) και τις παρομοιάζουμε ως «καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό με στόχο την εξαθλίωση του προλετάριου»; Ποια η ηθική διαφορά και γιατί η δήθεν ταξική προέλευση των κρίκων μιας αλυσίδας διαφοροποιεί το αποτέλεσμα;
Τα προβλήματα του εκπαιδευτικού συστήματος πολλά και δεν εστιάζονται μόνο στους εκπαιδευτικούς και οι εκπαιδευτικοί είναι τόσοι πολλοί και ελάχιστη σημασία έχει μια γενίκευση για το έργο τους. Ωστόσο ο προσανατολισμός του συστήματος είναι λάθος και ο επαναπροσανατολισμός απαιτεί πρωτίστως μια σοβαρή κυβέρνηση και κάθε είδους εμπλεκόμενοι να είναι «χαρούμενοι», να έχουν λύσει τα βιοποριστικά τους προβλήματα και να έχουν αγαπήσει ξανά το σύνολο του πλαισίου που περιβάλλει την επίσημη Ελληνική παιδεία. Όταν αυτές οι δυο συνθήκες θα πραγματοποιηθούν, μόνο τότε θα είναι εφικτό να πάμε την παιδεία ένα «βήμα παραπέρα».
Για αυτούς τους λόγους θεωρώ εξαιρετικά ενδιαφέρον αυτή τη φορά να καταπιαστώ με ένα πολύ συγκεκριμένο παρακλάδι, του οποίου η τροφή του είναι κυρίως οι καταναλωτικές συνήθειες των νοικοκυριών. Ας μιλήσουμε για την παραπαιδεία.
Πρώτο κρατούμενο, είναι τα φροντιστήρια ταυτόσημα με την παραπαιδεία; Όχι. Είναι στα πλαίσια του σύγχρονου ορισμού της ελευθερίας, η ενίσχυση και η συμπλήρωση του τρόπου που ο οποιοσδήποτε μπορεί να καλύπτει μια ανάγκη του. Στην προκειμένη περίπτωση μια βασική ανάγκη. Λέγεται ελευθερία η δυνατότητα να μπορεί κάποιος να κάνει μαθήματα ρωσικής γλώσσας ή οποιουδήποτε άλλου αντικειμένου που απουσιάζει από την επίσημη εθνική αλυσίδα μαθημάτων. Το ίδιο και αν κάποιος επιθυμεί μερικές περισσότερες ώρες καθοδηγούμενης ενασχόλησης σε κάποιο σχολικό μάθημα.
Πιστεύω ότι 6 ώρες παιδείας σε καθημερινό επίπεδο για έναν έφηβο είναι ήδη παρά πολλές, γιατί οφείλει να καλλιεργήσει και άλλες πλευρές του χαρακτήρα του, ακόμη και αν αυτές είναι πλευρές που αφορούν την αμιγώς κοινωνική και ψυχαγωγική του διάσταση. Αν γυρνούσα ως μαθητής πίσω στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση θα προσπαθούσα να μηδένιζα τις ώρες των φροντιστηρίων και να αξιοποιούσα στο μέγιστο αυτές τις 6 ώρες.
Ωστόσο είναι τεράστιος μύθος ότι η έννοια φροντιστηρίου και η έννοια φροντιστήριο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι «ελληνική πατέντα». Φροντιστήρια και ιδιαίτερα πραγματοποιούνται στο Ηνωμένο Βασίλειο, Αμερική, Γερμανία αλλά και Τουρκία και Κορέα. Στην Ταϊβάν ενδεικτικά λέγονται Βuxiban, ενώ για την Γερμανία διαβάζουμε ότι το ποσοστό των μαθητών που κάνουν φροντιστήρια είναι τουλάχιστον 15%.
Τι είναι αυτό μας ενοχλεί στην ύπαρξη φροντιστηρίων; Θα ήταν τραγελαφικό να μιλήσουμε για άδικο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα αυτών που πηγαίνουν φροντιστήριο και αυτών που δεν πηγαίνουν. Με την ίδια ισοπεδωτική λογική θα έπρεπε να ανησυχήσουμε πρώτα για τη διαφορά ωρών που αφιερώνει ο κάθε μαθητής στην μελέτη. Κάποιοι δεν «χρειάζονται» πολύ διάβασμα και κάποιοι δεν μπορούν να διαβάσουν πολύ, για πολλούς και διάφορους λόγους. Π.χ. λόγω μη υγιούς οικογενειακού περιβάλλοντος ή απλά η ψυχολογική έλλειψη κινήτρων.
Τα φροντιστήρια όμως είναι γνωστά ως μια δυνατότητα να αυξήσουν οι επίδοξοι φοιτητές το χαρτζιλίκι τους. Αρκετοί φοιτητές προσπαθούν να κερδίσουν μερικές ώρες ιδιαιτέρων. Στα πλαίσια όμως όχι μιας συνήθους, επίσημης και επαναλαμβανόμενης δραστηριότητας και κατά επέκταση σε καθεστώς φοροδιαφυγής. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ίδιους καθηγητές όπου τα απογεύματα συμπληρώνουν το ομολογουμένως μικρό εισόδημα. Είναι μεγάλο το μερίδιο της αγοράς που καταλαμβάνουν αυτά τα δυο σύνολα. Ακόμη αν παραβλέψουμε τη φοροδιαφυγή, υπάρχουν και άλλοι λόγοι που οφείλουμε να ανησυχούμε.
Αν αποδεχτούμε τους φοιτητές ως ικανοποιητικούς «φροντιστές» εκπαίδευσης για τους νεαρούς πολίτες αυτής της χώρας, τότε εκμηδενίζουμε την αξία του παιδαγωγικού ρόλου των καθαυτών καθηγητών. Τους λέμε δηλαδή «τσάμπα» πήγατε σε παιδαγωγική σχολή ή «τσάμπα» επιλέξατε σχετικά μαθήματα, και μοναδικό όφελος από αυτή την επιλογή ζωής ήταν απλά μερικά μόρια στις «δεύτερες» πανελλήνιες σας (aka τον διαγωνισμό ΑΣΕΠ).
Από την άλλη, οι καθηγητές σχολείων -και ειδικότερα δημοσίων σχολείων και επί της ουσίας ο ορισμός του διπλοθεσίτη- παίρνουν επιπλέον αμοιβές για να κάνουν σε δεύτερο χρονόχωρο αυτό, που όφειλαν να κάνουν εξαρχής και στο αρχικό τους περιβάλλον.
Σε κάθε περίπτωση, προφανώς και είναι απόφαση του γονέα αν του μοιάζει ικανοποιητικός δάσκαλος κάποιος φοιτητής που ξέρει θεωρία και να λύνει μερικές «SOS» ασκήσεις ή αν του κινεί «υποψίες εντιμότητας και ηθικής» εκείνος ο επίδοξος δημόσιος λειτουργός, όπου με δεύτερα χρήματα και σε δεύτερο χρονοχώρο θα επιδιώξει εκείνο που κλήθηκε να κάνει από τον πρώτο του «εργοδότη» -δηλαδή από το κράτος και κατά μια ευρεία έννοια, αυτό που του ανατέθηκε από όλους μας.
Όμως, εμείς οι υπόλοιποι που δεν έχουμε να πάρουμε σε άμεσο επίπεδο σχετικές αποφάσεις, σίγουρα θα πρέπει να εμποδίζουμε όλες αυτές τις παθογένειες. Πρόκειται για έναν «κοινωνικό ιό» που συμβάλλει στο βαθμοθηρικό καθεστώς και ωραιοποιεί στα εφηβικά μάτια τον «Ξαπλώπουλο ΑΕ» και θεωρούν φυσιολογικό μονοπάτι, για την είσοδο τους στην Ιατρική, τους διαγωνισμούς σκάκι.
Το σχολείο δεν είναι πια ο μοναδικός παράγοντας της παιδαγωγικής καλλιέργειας του Έλληνα μαθητή. Ο ρόλος του φροντιστηρίου, αν και προαιρετικός είναι υπαρκτός. Θα μπορούσε να διατέλεσει το ρόλο ενός ευχάριστου και ζωντανού εργαστηρίου διαβάσματος, σε εγκαταστάσεις φιλικές προς το σκοπό αυτό και όχι σε δωμάτια διαμερισμάτων. Μπορεί το έθνος μας να είναι εξοικειωμένο στην έννοια του «κρυφού σχολείου», όμως από τη στιγμή που δεν είμαστε σε εμπόλεμη κατάσταση είναι ένας επικίνδυνος στρουμφοκαμηλισμός. Το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων (πότε επιτέλους θα μετατραπεί σε υπουργείο παιδείας και επιστήμης; ), ως ανώτερο διαχειριστικό όργανο της παιδείας, οφείλει να έχει αμφίπλευρη επικοινωνία με κάθε τι που σχετίζεται με την παιδεία, διαφορετικά θα συνεχίσουν τα ιδιαίτερα και τα SOS να καθορίζουν την κουλτούρα των παιδιών μας.