Πως και γιατί οι διεργασίες παγκοσμιοποίησης προστατεύουν τα έθνη

Συχνά συγχέεται η παγκοσμιοποίηση με το δυτικό ιμπεριαλισμό. Ο εθνικισμός καθιστά ευλογοφανή κάθε συζυγία «μεγάλης ρητορικής», λ.χ. «Μεγάλη Ελλάδα».

Ως μια υπόθεση εργασίας θα μπορούσαμε να αναλογιστούμε τα συναισθήματά μας περί Δικαίου, αν το κράτος αποποιούνταν κάθε ευθύνη του σε περιπτώσεις εξαπάτησής μας από κάποια πολυεθνική εταιρεία και αυτό επειδή, υπό μια στενή θεώρηση, η εταιρεία υπερβαίνει τα όρια δικαιοδοσίας του κράτους. Σωρεία περιπτώσεων και οι οποίες μπορούν να θίγουν τόσο καταναλωτές, εργαζόμενους αλλά και κάθε άλλο πιθανό συναλλασσόμενο πρόσωπο. Παράδοξα αποτελέσματα στην υπαγωγή της εθνικής κυριαρχίας, υπό αυτήν τη στενή έννοια, ενδέχεται να προκύψουν και από κάθε εφαρμογή των τηλεπικοινωνιών, συμπεριλαμβανομένου φυσικά και του διαδίκτυου. Συγχρόνως, η εδραίωση της περιβαλλοντικής παιδείας, οι τρομοκρατικές επιθέσεις (όπου συνεχώς προκαλούν το κοινό αίσθημα), και ο πολιτικός ακτιβισμός (να παρουσιάζει ολοένα πιο διευρυμένη ρητορική), ασφυκτικά καθοδηγούν την κυβερνητική ατζέντα σε πολιτικά παίγνια υπεράνω των φυσικών συνόρων.

Χαρακτηριστική είναι και η διατύπωση του Anthony Giddens ότι «κανένας πολιτικός λόγος δεν μπορεί να θεωρείται ολοκληρωμένος, χωρίς να περιλαμβάνει αναφορές στην παγκοσμιοποίηση»1. Η ευρύτητα της έννοιας της παγκοσμιοποίησης  αποκαλύπτει ωστόσο μόνο ένα μικρό μέρος του πολιτικού ρόλου της, περιορισμένης σημασίας και μάλλον κάτι το αυταπόδεικτο. Οι ραγδαίες ταχύτητες διάδοσης της πληροφορίας, μετακίνησης των προσώπων και μεταφοράς κεφαλαίων, που χαρακτηρίζουν την εποχή μας, σαφώς και θα διεθνοποιούσαν σειρά από πολιτικές συζητήσεις.

Αν και σαν δόκιμος όρος φαίνεται να εμφανίστηκε μόλις στα μέσα του 20ου αιώνα2, παρατηρούμε οι δημοκρατίες και τα πολιτεύματα να μετεξελίσσονται κάτω από τις πιέσεις της μαζικοποίησης του ακροατηρίου τους. Η οχλοκρατία του Αριστοτέλη, το «άρτον και θεάματα» του Ιουβενάλιου και το Ράιχ του Μπίσμαρκ ή ο Σοβιετισμός του Στάλιν, αποτελούν ιδιαίτερα παραδείγματα κινημάτων που εδραίωσαν την υπόστασής τους σε έντονους βαθμούς μαζικοποίησης.

Συγκεφαλαιώνοντας τις δυο προηγούμενες παραγράφους, διαπιστώνουμε ότι η παγκοσμιοποίηση πυροδοτήθηκε από την εξέλιξη της τεχνολογίας και ταυτοχρόνως η πολιτική πρακτική και επιστήμη δεν δίστασε να αναδείξει δεξιότητες συνυφασμένες με ακαθόριστα και/ή απρόσωπα ακροατήρια. Τα στοιχεία όμως αυτά δεν επαρκούν να στοιχειοθετήσουν μια απάντηση, γιατί οι διάφορες κυβερνήσεις επιλέγουν τις διεθνείς προκλήσεις να τις διευθετούν, ενίοτε παραχωρώντας ακόμη και εξουσίες σε διεθνείς οργανισμούς.

Μια περίπτωση παγκοσμιοποιημένης πραγματικότητας είναι αναμφίβολα το διαδίκτυο. Μια τεχνολογία που εξ’ ορισμού δεν προνοούσε εθνικά σύνορα, αντίθετα όλο το βάρος συντήρησης και διαχείρισης του δικτύου, προνοήθηκε να το επωμίζονται Οργανισμοί και Εταιρείες. Παρόλα αυτά τα κράτη επέλεξαν ποικιλοτρόπως να διεκδικήσουν κυριαρχία και να επιδιώξουν τεχνικές νομοθετικής ρύθμισης του διαδικτύου. Εν προκειμένω η επικράτηση μιας «κυβερνό-εξεψιοναλιστικής» κουλτούρας, θα αντιπαρατίθετο ευθέως την έννοια του Κράτους Δικαίου. Ακριβώς για τους ίδιους λόγους όπου το διεθνές εμπόριο είχε επιμεριστεί, νομικοτεχνικά, ανάμεσα στις διάφορες εθνικές εκφάνσεις του Κράτους Δικαίου.

Τα θετικά και αρνητικά της παγκοσμιοποίησης αναμφίβολα ενέχουν ένα ορισμένο αντιπαραθετικό ενδιαφέρον, αποκαλύπτουν το «απέραντο» του όρου, έχουν αναλωθεί σε αναρίθμητες αναλύσεις, ενώ έχουν παρεισφρήσει διαισθητικές και εμπειρικές θεωρήσεις. Η δεδομένη αυτή συχνότητα ανάκυμψης οικείων συζητήσεων απλώς εγκυμονεί το υπαρκτό και/ή αναπόφευκτο της παγκοσμιοποίησης. Ακαδημαϊκά έχουν καταγραφεί τρεις σχολές-σκέψεις όπου διαπραγματεύονται ευθέως τα θεμελιακά χαρακτηριστικά της παγκοσμιοποίησης: (Α) η υπερ-παγκοσμιοποίηση3, (Β) ο σκεπτικισμός4 και (Γ) η μετασχηματιστική σχολή5.

Στην πρώτη περίπτωση (Α), για παράδειγμα ο Walter Wriston6 περιγράφει την παγκοσμιοποίηση ως τη νέα εποχή της ανθρωπότητας, όπου οι άνθρωποι εξαρτώνται ολοένα και περισσότερο από τις δυνάμεις των διεθνών αγορών, ενώ η κρατική εξουσία, έναντι της οικονομίας και της κοινωνίας, μεταβιβάζεται στην υπερεθνική κλίμακα. Πρόκειται για μια αναδιοργάνωση της ανθρώπινης δραστηριότητας, μια νέα πολιτική σφαίρα όπου η ίδια πολιτική μετεξελίσσεται από την τέχνη του εφικτού, στην τέχνη της αποδοτικότητας όπου η κάθετη κοινωνική ιεράρχηση και δυϊσμοί Βορρά-και-Νότου κρίνονται ως παρωχημένα. Ετέρα, (Β) οι σκεπτικιστικές αμφισβητούν την παγκοσμιοποίηση στην ολότητα. O P. Hirst & G. Thompson7 διακρίνουν το διεθνή χαρακτήρα που ενδεχομένως να χαρακτηρίζει (μερικές) από τις εταιρικές συναλλαγές, από τα εταιρικά συμφέροντα και κρίνουν ότι τα εταιρικά συμφέροντα εξακολουθούν να ευθυγραμμίζονται με τη μητρική εθνική πολιτική ατζέντα. Περιγράφουν την παγκόσμια οικονομία ως ένα πολύπλοκο οικονομικό τρίπτυχο μεταξύ Ευρώπης, Βόρειας Αμερικής και Ασίας, κατά τρόπο όπου η παγκοσμιοποίηση υποβιβάζεται σε ένα τεχνικό ιδεολόγημα που εξυπηρετεί πρωτίστως την πάλη για την ηγεμονία του παιγνίου. Τέλος, (Γ) οι μεταμοντερνιστές8 δεν προβάλλουν χρονικά την πολιτική, οικονομική, στρατιωτική και τεχνολογική διεθνή διάχυση και αλληλεπίδραση. Κρίνουν ότι η παγκοσμιοποίηση πρόκειται για ένα διαχρονικό φαινόμενο, το οποίο απλώς «προηγουμένως» δεν ήταν ορατό. Ειδοποιός διαφορά, η θέση τους ότι το κράτος-έθνος μέσα από τις διεργασίες της παγκοσμιοποίησης, εξακολουθεί να διατηρεί τη φυσική και νομική υπόσταση, ενώ του επιτρέπεται διεθνώς να κατοχυρώνει την αποκλειστική τους δικαιοδοσία στη γεωγραφική του επικράτεια.

Σε κάθε μια από τις ανωτέρω πολιτικές θεωρίες, διακρίνεται τουλάχιστον ένας ακαθόριστος βαθμός διεθνούς αλληλεξάρτησης και ότι η ανθρωπότητα πρόκειται να μεταλλαχθεί παγκοσμίως. Ακαθόριστες και εξίσου διασταλτικές είναι και οι έννοιες του έθνους και του εθνικισμού. Το έθνος ως πυρήνας του εθνικισμού, αποτυπώνει μόνο την υπόστασή του ως δόγμα. Η Συνθήκη της Βεστφαλίας με την αρχή της μη-παρέμβασης σε εθνικά θέματα ή την αδιαφιλονίκητη υπεροχή των εθνικών συμφερόντων και αξιών και τη ρητή και χαρακτηριστική καθαυτή ύπαρξη των κρατών, αδυνατούν να περιγράψουν τον εθνικισμό ως πολιτικό ρεύμα. Στις μέρες μας μπορούμε να διακρίνουμε τον εθνικισμό της άκρα-δεξιάς, το ριζοσπαστικό εθνικισμό και το θρησκευτικό εθνικισμό.9 Στο επίπεδο της συνθηματικής ρητορικής, συχνά, όλες οι εθνικιστικές αποχρώσεις καταφεύγουν στο να αντιπολιτεύουνται την «παγκόσμια elite».

Η πολιτική αποστασιοποίηση και ο εθνικός απομονωτισμός εγκολπώνει σαφείς και απτούς κινδύνους εγκαθίδρυσης και προώθησης συμφερόντων της «εθνικής elite», εξ’ ορισμού αδιαφορεί για τα διεθνής δρώμενα, ενώ ακόμη και για λόγους πολιτικής συνέπειας να αποποιηθεί την αντιπροσώπευσή της σε διεθνείς συζητήσεις. Το κυριότερο, η έννοια κράτος είναι απόλυτα συνυφασμένη μεταξύ άλλων με την (i) αποτελεσματική κυβέρνηση και την (ii) ικανότητα σύναψης σχέσεων με άλλα κράτη.10 O Αυστραλιανός ακαδημαϊκός Διεθνών Σχέσεων, ταυτίζει κάθε «σύστημα κρατών», με ένα «διεθνές σύστημα», αδιαφορεί αν τα κράτη-μέλη είναι δυο ή περισσότερα, και επικεντρώνεται στο ότι πρέπει να δρουν ως ολότητα. Ένας ισχυρισμός ότι μπορεί να υπάρξει αποτελεσματική κυβέρνηση, διεθνώς απολιτικοποιημένη και απομονωμένη θα πρέπει να αξιολογείται εφ’ αυτού, και το «εθνικό πείσμα» ενός ή μερικών κρατών δεν αρκεί να ματαιώσουν τις διεργασίες παγκοσμιοποίησης.

Αφαιρετικά θα μπορούσε κανείς να περιγράψει ότι μεταξύ ατόμου και κοινωνίας μεσολαβεί η έννοια της οικογένειας και το ερώτημα που καλείται να διαπραγματευτεί το ανά χείρας δοκίμιο θα μπορούσε να αναδιατυπωθεί και ως, αν πάντοτε μεταξύ παγκόσμιας τάξης και κοινωνιών θα μεσολαβεί το κράτος-έθνος. Διαισθητικά και μόνο, μετά τον WWII αλλά και μετά την κορύφωση του ψυχρού πολέμου, ένας αποτελεσματικός τρόπος οργάνωσης των κοινωνιών είναι τα κράτη-έθνη. Ιστορικά, δύσκολα καταρρίπτεται η υπεροχή των πόλεων-κρατών της Αρχαίας Ελλάδας. Σε καμία περίπτωση όμως η έννοια της οικογένειας δεν αποποιήθηκε θιγόμενη ή ανακουφισμένη εναπόθεσε την ευθύνη της κηδεμονίας. Αντίθετα στο πέρασμα των χρόνων μετεξελίχθηκε ώστε να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις των καιρών. Η παρένθετη μητρότητα και η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, η υιοθεσία, η συμβίωση ή ο πολιτικός γάμος, μερικοί απαραίτητοι μοντερνισμοί που εξασφαλίζουν την ύπαρξή της.

Συχνά συγχέεται η παγκοσμιοποίηση με το δυτικό ιμπεριαλισμό. Ο εθνικισμός καθιστά ευλογοφανή κάθε συζυγία «μεγάλης ρητορικής», λ.χ. «Μεγάλη Ελλάδα», «Μεγάλη Αλβανία», «Μεγάλη Κίνα», «Μεγάλη Αμερική». Αν υπάρχει κάτι το «δυτικό» στην παγκοσμιοποιημένη τάξη, αυτό δεν είναι άλλο από τη συστηματική και ομογενοποιημένη προσέγγιση. Παρά το μέγεθος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Συμβουλίου της Ευρώπης, του ΟΗΕ ή το στρατιωτικό χαρακτήρα του ΝΑΤΟ, στοιχεία και έννοιες όπως αυτοκρατορίες μοναρχίες ή δικτατορίες, απολυταρχικές, καθολικές και στρατωτικές κυβερνήσεις φαίνεται ότι έχουν παραχωρήσει τη σκυτάλη στη διπλωματία και τον πλουραλισμό, στην υπεροχή των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και στην ανεκτικότητα υπέρ των μειονοτήτων…

Η έννοια έθνος αποτελεί μόλις ένα πολύ μικρό και πρόσφατο τμήμα της ανθρώπινης ιστορίας και φαίνεται να μην υπάρχει ένας ενιαίος ορισμός που να περιγράφει ταυτοχρόνως και τα 193 αναγνωρισμένα από τον ΟΗΕ κράτη, ενώ ενδεχομένως να απαιτούνται ελαστικές διατυπώσεις και ακόμη στις περιπτώσεις της Γηραιάς Ηπείρου. Η συζήτηση αν μετά από 100 ή 500 χρόνια θα συνεχίσουν να υπάρχουν κράτη-έθνη, επί της παρούσης δεν φαίνεται να επηρεάζεται από την παγκοσμιοποίηση. Τουναντίον, η παγκοσμιοποιημένη τάξη του σήμερα αντλεί και νομιμοποιεί απόλυτα την ύπαρξή της στη συναίνεση και προθυμία των κρατών και ενίοτε αναλαμβάνει την προώθηση των συμφερόντων τους. Ενδεικτικά, λίγο μετά τον WWII συγκλήθηκε η Διάσκεψη Bretton Woods ανάμεσα στις 44 νικητήριες δυνάμεις, κατά την οποία συμφωνήθηκε κάθε χώρα να διατηρεί σταθερή την ισοτιμία του νομίσματός της σε σχέση με το χρυσό, ώστε το «διεθνές κλίμα» να είναι ομαλό και προβλέψιμο. Η παγκόσμια αυτή (περιορισμένη;) τάξη πραγμάτων εξασθένησε και τελικά διαλύθηκε μετά από την απόφαση του Richard Nixon το 1971 να εγκαταλείψουν (το δικό τους)11 σύστημα ισοτιμιών.

  1. Anthony Giddens (1999). Globalization: An irresistible force. Daily Yomiuri
  2. Συχνά αποδίδεται η πρωτιά χρήσης του όρου στον οικονομολόγο Theodore Levitt, όπου τον Ιούνιο του 1983 δημοσίευσε στο Havard Bussiness Review μελέτη που έφερνε τον τίτλο «η παγκοσμιοποίηση των αγορών», ωστόσο έχει σημειωθεί η χρήση του όρου το 1961 στο Webster’s Third New International Dictionary αλλά και το 1930 σε ακαδημαϊκό δημοσίευμα εκπαιδευτικού ενδιαφέροντος.
  3. Αγγλικός όρος: Hyperglobalism
  4. Αγγλικός όρος: Skepticism
  5. Αγγλικός όρος: Transformationalism – Συχνά θεωρείται ταυτόσημη σχολή με του κοινωνικού μεταμοντερνισμού.
  6. Walter Wriston (1992). The twilight of sovereignty. RSA Journal.
  7. P. Hirst & G. Thompson (1996). Globalization in question: the international economy and the possibilities of governance. Polity Press. pp. 16-17
  8. James Rosenau (1997). Along the domestic-foreign frontier: Exploring governance in a turbulent world. Cambridge University Press. vol 53.
  9. G. Delanty & P. O’Mahony (2012). Nationalism and social theory: modernity and the recalcitrance of the nation. Sage Publications Ltd. pp. 157-58
  10. Ενδεικτικά, άρθρο 1 της Συνθήκης του Μοντεβίδεο
  11. Στην εν λόγω διάσκεψη καταγράφηκαν δυο απόψεις. Εκπροσωπώντας την Αμερική ο Ηarry D. White προωθούσε το ανωτέρω σύστημα σταθερών ισοτιμιών. Απέναντι του ο John M. Keynes, εκπροσωπώντας την Μεγάλη Βρετανία. Ο ίδιος αντιπρότεινε μια Διεθνή Ένωση συλλογικής διευθέτησης κρατικών χρεών, με στόχο την αποθάρρυνση επίμονων και συνεχών ελλειμάτων ή πλεονασμάτων. Πρόσκαιρα ελλειμματικές χώρες θα μπορούσαν να δανείζονται σε ένα νέο και διεθνές νόμισμα, το Bancor.
Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

You May Also Like

When the GDPR goes wrong…

This article discusses the unseen danger when the EU data-commissioners start capriciously implying the vague text of GDPR.

Η υφή της Διεθνούς Φορολογίας

Οι αστοχίες και οι αδυναμίες του Διεθνούς Φορολογικού Δικαίου, δηλαδή τα ολοένα και πιο συχνά εμφανιζόμενα επιχειρηματικά περιστατικά τα οποία αδυνατεί το Διεθνές Φορολογικό Δίκαιο να υπάξει και να ρυθμίσει ορθά και ηθικά έχουν κάποια αίτια.