Με την Οικονομική Κρίση του 2013, δεν δοκιμάστηκαν μόνο οι πολίτες και η επιχειρηματική δραστηριότητα της Κύπρου αλλά και το νομοθετικό της πλαίσιο. Η παρούσα μονογραφία καταπιάνεται με το πτωχευτικό και προπτωχευτικό σύστημα, καθώς και των διαφόρων διαδικασιών έναντι των προβλεπομένων καθεστώτων αφερεγγυότητας. Εξετάζονται αναλυτικά οι κύριες τροποποιήσεις, σε μια ωστόσο κοινωνική και πρακτική προσέγγιση.
Κοινός παρονομαστής της πλειοψηφίας των εν λόγω τροποποιήσεων είναι η απλοποίηση των διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένου των κριτηρίων επιλεξιμότητας. Ενδεικτικά, με την κατάργηση του άρθρου 35(2), δεν υφίσταται πια ο περιορισμός ότι τουλάχιστον το 25% των χρεών δεν θα πρέπει να έχει δημιουργηθεί εντός εξαμήνου από την ημερομηνία της αίτησης έκδοσης του σχετικού προστακτικού διατάγματος.
Στον ορισμό του «εξασφαλισμένου χρέους» προστέθηκε η αποσαφήνιση ότι ένα χρέος θεωρείται εξασφαλισμένο, μέχρι και του ποσού της αγοραίας αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση. Διευκρινίστηκε επίσης ότι για τις ανάγκες έκδοσης Διατάγματος κάθε χρέος θα πρέπει να έχει εκκαθαριστεί και να έχει καταστεί πληρωτέο.
Οι τιτλοποιήσεις, αν και πρωτίστως ένα χρηματοικονομικό εργαλείο, αποτελούν και εξειδικευμένο εργαλείο αποφυγής της αφερεγγυότητας των τραπεζών, συχνά αποτελεί και μέρος της ίδιας πολιτικής ατζέντας με τις πτωχευτικές διαδικασίες και την κατάσταση αφερεγγυότητας, αλλά και ο τρόπος της νομοθέτησης των τιτλοποιήσεων επικεντρώνεται πρωτίστως στις πιθανότητες στρέβλωσης της αγοράς, στη διαφάνεια των συναλλαγών και εν γένει σε δεοντολογικά ζητήματα. Παράλληλα ότι οι επιχειρήσεις και τα νομικά πρόσωπα συνθέτουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην αγορά εργασίας είναι κάτι το αδιαμφισβήτητο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ωστόσο, προχωράει το συλλογισμό, συμπερασματολογεί τη σπανιότητα των επιχειρηματικών δεξιοτήτων και επιδιώκει ένα μοντέρνο καθεστώς στη βάση της «δεύτερης ευκαιρίας». Κοινός παρονομαστής, το ότι οι δυσκολίες που αναδείχτηκαν στη πρώτη περίπτωση, και αναδεικνύονται και στη δεύτερη, υπό εξέλιξη, περίπτωση, έχουν ελάχιστο οικονομοτεχνικό ενδιαφέρον.
Ανεξαρτήτως πολιτικών, ή άλλων, προτιμήσεων, έχει πια παγιωθεί η άμεση και ευθεία συσχέτιση των μεγεθών της επιχειρηματικότητας με τα μεγέθη της εργασίας αλλά και με τις φοροεισπρακτικές ικανότητες της εκάστοτε κυβέρνησης. Το σημαντικότερο, καμία επιχείρηση δεν είναι απομονωμένη και είναι βέβαιο ότι ανά πάσα στιγμή έχει ανοιχτές συναλλαγές, με ιδιώτες, νομικά πρόσωπα και κρατικούς φορείς. Έτσι, οποιαδήποτε αναπάντεχη ή ακαριαία αλλαγή στην ικανότητα αποπληρωμής, μπορεί να τρέψει κάθε εμπορική σχέση της εταιρείας, σε «καρπό από δηλητηριασμένο δέντρο» και γρήγορα να ανακύψουν ζητήματα ευρύτερης κλιμάκωσης και ληξιπρόθεσμενων οφειλών.
Το πάνθεον των αξιοθαύμαστων νόμων που διαμόρφωσαν την αμερικάνικη οικονομία και κοινωνία, και στη συνέχεια αντήχησε σε ολόκληρο το κόσμο
Αντίστοιχος θεσμός στην Αμερική τέθηκε σε ισχύ από το 1979, με τον Bankruptcy Reform Act of 1978, ο οποίος δημιούργησε το Κεφ. 11 του Αμερικάνικου Πτωχευτικού Κώδικα. Το ενδέκατο κεφάλαιο αποσκοπούσε στην ενίσχυση του θεσμού αναδιάρθρωσης φυσικών και νομικών προσώπων. Μάλιστα υποκαθιστούσε προϋπάρχοντα κεφάλαια και άρα δεν πρόκειται για ένα ρυθμιστικό πλαίσιο εξ’ ουρανού. Το άρθρο αυτό έχει χαρακτηριστεί ως το «πάνθεον των αξιοθαύμαστων νόμων που διαμόρφωσαν την αμερικάνικη οικονομία και κοινωνία, και στη συνέχεια αντήχησε σε ολόκληρο το κόσμο».
Αναγνωρίζεται ότι οι SME συνήθως δεν διαθέτουν τους αναγκαίους πόρους για τη σχεδίαση και εκτέλεση στρατηγικών αναδιάρθρωσης, παρόλα αυτά αναμένεται οι εν λόγω εταιρείες να είναι σε θέση να εκτιμήσουν τον κίνδυνο επέλευσης καταστάσεως μη βιωσιμότητας των δραστηριοτήτων. Αναμένεται επίσης ότι αυτή η έλλειψη πόρων, μπορεί να υποκατασταθεί με νομοθετικές πρόνοιες και με υποδείγματα σχεδίων αναδιάρθρωσης. Η βιωσιμότητα πατροπαράδοτα υπολογίζεται με δυο διαζευκτικές μεθόδους. Η μία είναι στη βάση των ταμειακών ροών και η έτερη στη βάση του ισολογισμού. Στη δεύτερη αναφερόμαστε στην περίπτωση όπου το ενεργητικό μιας επιχείρησης είναι μικρότερο από το παθητικό, ενώ η πρώτη μέθοδος αναφέρεται στην περίπτωση όπου τα ταμειακά διαθέσιμα δεν επαρκούν για την κάλυψη των οφειλών που έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες. Ακόμη και αν ο έλεγχος επί των ταμειακών ροών προσομοιάζει με έναν «βιωματικό έλεγχο», ωστόσο η εκ των προτέρων εκτίμηση της μη-βιωσιμότητας, συνεπάγεται τουλάχιστον με την πρόβλεψη επισφαλών απαιτήσεων και υποχρεώσεων, κάτι το οποίο προϋποθέτει: (α) σύστημα λογιστικής και διοικητικής διαχείρισης των πληροφοριών της (μικρομεσαίας) επιχείρησης, (β) τη συνεκτίμηση νομοθετικών ή φορολογικών περιορισμών και (γ) την άρτια υιοθέτηση οικονομοτεχνικών εργαλείων.
Η αποκρυσταλλωμένη, λοιπόν, κατακλείδα του συντάκτη είναι ότι η Κύπρος δεν χρειάζεται μια επιπρόσθετη προπτωχευτική διαδικασία. Ο κύκλος ζωής μιας επιχειρηματικής δραστηριότητας είναι ένας μόνο από τους πυροδότες αναδιάρθρωσης και μετεξέλιξης των επιχειρήσεων. Σε ένα περιβάλλον με κοινωνούς τη διανοητική ανάγκη για καινοτομία, τα ελπιδοφόρα μηνύματα των επιστημών και τη ζωηρή επιμέλεια του ανθρώπινου γένους να βελτιώνει συνεχώς τις συνθήκες διαβίωσής του, οι οικονομικές αστοχίες επιβάλλεται να είναι μόνο ένα μέρος των δοκιμασιών της επιχειρηματικής σκηνής. Η παρότρυνση προς οποιοδήποτε κατάλογο ενδεδειγμένων επιλογών μοιάζει ανώφελη. Ειδικότερα όταν τα συμβατά με το νομικό σύστημα άλλα κράτη έχουν επιλύσει τα ζητήματα διατηρώντας υψηλούς βαθμούς ελευθερίας και χωρίς να προκαθορίσουν ένα συγκεκριμένο επίπεδο παρεμβατικότητας. Από χαμηλό επίπεδο παρεμβατικότητας διακρίνονται και οι τιτλοποιήσεις, αφού γενεσιουργά αίτια ήταν η ανάγκη για τη δημιουργία ενός μηχανισμού αποαναγνώρισης τοξικών στοιχείων του ενεργητικού των Τραπεζών και λογιστικής πρόληψης μιας ενδεχόμενης επέλευσης καταστάσεως μη-βιωσιμότητας.
Ακολουθεί αναλυτικά η μονογραφία: