Το Γενικό Δικαστήριο, εξετάζοντας την αγωγή περισσότερων από διακοσίων ιδιωτών Ελλαδικών χρεογράφων, οι οποίοι επιδίωκαν αποζημιώσεις εν’ όψει των οικονομικών ζημιών που υπέστησαν λόγω του PSI (αλλά και της ρήτρας CAC), έκρινε ότι η ΕΚΤ δεν φέρει καμιά ευθύνη για τις πολιτικές και τις μακροοικονομικές αποφάσεις του οικείου κράτους-μέλους. Οι ενάγοντες απέτυχαν να προσδιορίσουν κάποια παράνομη συμπεριφορά της ΕΚΤ λόγω της οποίας το Ελληνικό Κοινοβούλιο απώλεσε την ανεξαρτησία ή την κυριαρχία του. Για να είναι επιτυχής η στοιχειοθέτηση της έννοιας της παράνομης πράξης θα πρέπει να αποδειχθεί, ο παράνομος χαρακτήρας, το υπαρκτό της ζημιάς και η αιτιώδη συνάφεια.
Εν προκειμένου, η ΕΚΤ είχε μόνο συμβουλευτικό ρόλο στη σύνθεση της «Τρόικας», δεν ήταν ο εκδότης των επίδικων ομολόγων, αντίθετα ήταν και η ίδια πιστωτής της Ελληνικής Κυβέρνησης, και η ζημιά οφείλονταν αποκλειστικά και μόνο στον Ελλαδικό νόμο v. 4050/2012. Ανεπιτυχής ήταν και η επίκληση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθώς εκτός ότι ο τομέας της νομισματικής πολιτικής διέπεται από έντονη μεταβλητότητα, το ΔΕΕ απαιτεί να πληρούνται συσσωρευτικά τα εξής: (α) Συγκεκριμένες και ανεπιφύλακτες διαβεβαιώσεις από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές, (β) να δημιουργηθεί μια θεμιτή και συνετή προσδοκία και (γ) να συνάδουν οι εκάστοτε δηλώσεις με τους τους ισχύοντες κανόνες.
Η συνυφασμένη αρχή της ασφάλειας δικαίου βρίσκει εφαρμογή μόνο στις περιπτώσεις των θεσπισμένων κανόνων. Το επιχείρημα της ρήτρα σύμμετρης κατάταξης (pari passu) και της ίσης μεταχείρισης των πιστωτών ερμηνεύτηκε από το Δικαστήριο ως ότι οι ανόμοιες περιπτώσεις δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται όμοια και κατά επέκταση διέκρινε σημαντική απόκλιση μεταξύ των σκοπών της αγοράς ομολόγων από ιδιώτες ή από θεσμικούς επενδυτές και των σκοπών αγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ. Η ρήτρα pari passu ενσωματώνεται στη σύμβαση και μπορεί να δεσμεύσει μόνο τον εκδότη των οικείων χρεογράφων. Τέλος το πλαίσιο του PSI και η ρήτρα CAC δεν μπορεί να κριθεί ως καταχρηστική και τονίζεται ότι μια πράξη έχει εκδοθεί κατά κατάχρηση εξουσίας μόνον όταν προκύπτει, βάσει αντικειμενικών, λυσιτελών και συγκλινουσών ενδείξεων, ότι εκδόθηκε με αποκλειστικό ή, τουλάχιστον, πρωταρχικό σκοπό διαφορετικό από τους προβαλλόμενους ή με σκοπό την παράκαμψη διαδικασίας που προβλέπει ειδικά η Συνθήκη για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων περιστάσεων.
Alessandro Accorinti v. European Central Bank, T-79/13
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Arcelor v Parliament and Council, T‑16/04, ATC and Others v Commission, T‑333/10, Pevasa and Inpesca v Commission, C‑199/94 & C‑200/94, Inpesca v Commission, T‑186/98, Accorinti and Others v ECB, T‑224/12, Ombudsman v Lamberts, C‑234/02, Artegodan v Commission, T‑429/05, Cantina sociale di Dolianova and Others v Commission, T‑166/98, Commission v Camar and Tico, C‑312/00, AJD Tuna, C‑221/09, Agrargenossenschaft Neuzelle, C‑545/11, Luxembourg v Commission, T‑549/08, Microengineering v Commission, T‑387/09, Sky Italia, C‑234/12, Arcelor Atlantique and Lorraine and Others, C‑127/07, Luxembourg v Parliament and Council, C‑176/09.