Πρόληψη και καταπολέμηση περιστατικών ρύπανσης από πλοία

Οι ωκεανοί, οι θάλασσες, και τα ύδατα εν γένει, δεν είναι αποκομμένα από το υπόλοιπο περιβάλλον, ούτε περιορίζονται από τα πολιτειακά σύνορα.

Τα τελευταία χρόνια η μόλυνση του περιβάλλοντος έχει πάρει επικίνδυνες, και σε πολλές περιπτώσεις, καταστροφικές διαστάσεις για τον πλανήτη μας. Τα ακριβή αίτια εκφεύγουν της εμβέλειας μιας νομικής μελέτης. Ωστόσο η κινητοποίηση των νομοθετών και διεθνών ή υπερεθνικών οργανισμών, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη συχνότητα, κρισιμότητα ή σοβαρότητα και στον ανεπανόρθωτο χαρακτήρα των περιστατικών ρύπανσης των πλοίων.

Στην ήδη επιβαρυμένη υγεία του περιβάλλοντος, ανυπόστατο κομμάτι της ανθρώπινης ιστορίας και κληρονομιάς, εμφανίζονται ακόμη και απλοϊκές περιστάσεις, οι οποίες αποκαρδιώνουν το κοινό αίσθημα, όταν αναλογιζόμαστε τους λόγους που δεν αποφεύχθηκαν. Για παράδειγμα, τα εκούσια απορριπτόμενα από πλοία υλικά·  το πλήρωμα οποιουδήποτε πλοίου μπορεί να παράξει μεγάλες ποσότητες κάθε είδους αποβλήτων, τα πέρα για πέρα αναμενόμενα λειτουργικά απόβλητα των μηχανοστασίου ενός πλοίου, οι μικρο-διαρροές κατά την τακτική συντήρηση των μηχανών ή κατά των μεταγγίσεων των καυσίμων αλλά και λοιπά λύματα των πλοίων, απλώς έρχονται να προστεθούν στον κατάλογο των ζημιών, που προκαλούνται από τα ατυχήματα ή τα ναυάγια ή την κακή συντήρηση των πλοίων.

Ακόμη και όσοι φορούν παρωπίδες ή «παροπλίζονται» με κυνικό και συμφεροντολογικό ωχαδερφισμό, η αδιαφορία ή η αποστασιοποίηση τους καταρρέει μπροστά στη διαπίστωση ότι στη θαλάσσια ρύπανση ελλοχεύεται ένας διπλός σίγουρος κίνδυνος ταχύτατης εξάπλωσης και διάχυσης της ζημίας, δραματοποιώντας λογαριθμικά τις αποκρουστικές συνέπειες. Τα εν λόγω λύματα είναι ποικιλόμορφα, συχνά υγρής και ρευστής μορφής και γρήγορα μπορούν να αναμειχθούν με τα ύδατα. Οι ωκεανοί, οι θάλασσες, και τα ύδατα εν γένει, δεν είναι αποκομμένα από το υπόλοιπο περιβάλλον, ούτε περιορίζονται από τα πολιτειακά σύνορα. Βρίσκονται σε τρομακτική αλληλεξάρτηση με την ατμόσφαιρα, τις παραλίες και η βλάβη να είναι ικανή εισχωρήσει στην βλαστική υγεία του εδάφους ή στους θαλάσσιους οργανισμούς, εγκαθιδρύοντας μια αποτελεσματικότατη αυτοκρατορία παθήσεων και ασθενειών στη διατροφική αλυσίδα του ανθρωπίνου γένους.

Αναφορικά με την καθαυτή ρύπανση από πλοία, το πιο χαρακτηριστικό νομοθετικό έργο του Διεθνούς Οργανισμού Ναυσιπλοΐας, είναι η Συνθήκη MARPOL 73/78. Η MARPOL είναι το συνδυαστικό αποτέλεσμα δυο συνθηκών, του 1973 και 1978, και έκτοτε έχει επικαιροποιηθεί με πρόσθετα πρωτόκολλα. Αποσκοπεί στη μείωση της ρύπανσης στις θάλασσες και στους ωκεανούς από την ρίψη απορριμμάτων πλοίων, το πετρέλαιο και τη μόλυνση της ατμοσφαίρας, κατά τη διάρκεια των συνήθη εργασιών ή όταν προκαλούνται ατυχήματα.

Η διάθεση παρεμβατικότητας εκ της πλευράς του ενωσιακού οικοδήματος δεν άργησε να εξωτερικευτεί, παρά τους εκδήλους κινδύνους υπερ του φαινομένου «competence creep», δηλαδή το νομοθετικό έργο πέρα από τα ρητά όρια των Συνθηκών της Ένωσης. Η μελέτη που ακολουθεί περιστρέφεται γύρω από την οδηγία 2009/123/ΕΚ, όχι μόνο λόγω των σπουδαίων νομικών διεργασιών που απαιτηθήκαν ως προς την ύπαρξη και την εφικτότητά της αλλά και λόγω της σημασίας των διατάξεων της για την ενωσιακή έννομη τάξη και την προάσπιση του θαλάσσιου οικοσυστήματος.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή από το 1993 είχε τονίσει την έλλειψη αποτελεσματικότητας του ήδη διαμορφωμένου νομικού πλαισίου, αν και είχε αποδώσει τις παθογένειες στην εφαρμογή και στην επιβολή, και όχι τόσο στην ανεπάρκεια των κανόνων. Ως προς τούτο, αξίζει να σημειωθεί στην εν λόγω Οδηγία, υπάρχουν σημεία σύμπλευσης με το προγενέστερο διεθνές νομοθετικό έργο, και συγκεκριμένα με τη Συνθήκη MARPOL. Πρόκειται για εκείνα τα σημεία της Συνθήκης MARPOL, τα οποία χαρακτηρίζονται ως αμιγούς τεχνικού χαρακτήρα. Εντονότερο παράδειγμα είναι το Παράρτημα ΙΙ της Οδηγίας, στο οποίο κατηγοριοποιεί τα απόβλητα και επιλύει λοιπά τεχνικά ζητήματα.

Στο μακρινό 1957 και στη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητα, δεν υπήρχε η οποιαδήποτε αναφορά στο Περιβάλλον. Από τότε και εξαιρώντας τις μικρές και περιφερειακές, ή δευτερευούσης σημασίας, αναφορές, θα έπρεπε να αναμείνουμε το 1992 και τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, ώστε το Περιβάλλον να έχει ικανοποιητική νομική αξία και δεσμευτικότητα, ίσου βαθμού με τις οικονομικές και κοινωνικές θεμελιακές ενωσιακές επιδιώξεις. Η προβληματική της υπό μελέτης υπόθεσης C-440/05, ήτο τα περί ποινικής προστασίας του Περιβάλλοντος, αναδείχθηκε σε μια συγκυρία, κατά την οποία όχι μόνο απουσίαζε ένα απόλυτα ενιαίο και συγκροτημένο, και πρωτίστως υπερεθνικό, ενωσιακό οικοδόμημα, ούτε όμως είχαν ξεκαθαριστεί μια σειρά από καίρια ζητήματα, αν και εκ πρώτης όψης, ιδιαίτερα τεχνικά. Το τότε άρθρο 249(3) της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, διένεμε μια ξεκάθαρη διακριτική ευχέρεια καθώς η επιλογή των μέσων που θα επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα εκάστοτε οδηγίας, επαφίονταν στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών.

Ας δούμε αναλυτικά όλα τα ανωτέρω 🙂


Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

You May Also Like

When the GDPR goes wrong…

This article discusses the unseen danger when the EU data-commissioners start capriciously implying the vague text of GDPR.

Φιλοσοφία του Δικαίου και Θανατική Ποινή

Η κινηματογραφική απόδοση της «δικαιοσύνης» και του ηρωισμού χαράσσει με ιδιαίτερη ευκολία τις συνειδήσεις μας και στην αντίθετη όχθη η, τεθειμένων διαδικασιών, θανατική ποινή ξεσηκώνει την αγανάκτηση και οργή, αντίθεση που προσωπικά την αναγάγω στην ολοένα μειούμενη ταύτιση των κοινωνών προς τα κυβερνητικά όργανα και στην έλλειψη ουσιαστικής κατανόησης της αρχής της πλειοψηφίας και της ελευθερίας της κομματικής δράσεως.

Η υφή της Διεθνούς Φορολογίας

Οι αστοχίες και οι αδυναμίες του Διεθνούς Φορολογικού Δικαίου, δηλαδή τα ολοένα και πιο συχνά εμφανιζόμενα επιχειρηματικά περιστατικά τα οποία αδυνατεί το Διεθνές Φορολογικό Δίκαιο να υπάξει και να ρυθμίσει ορθά και ηθικά έχουν κάποια αίτια.