Μιλώντας για πόλεμο δεν νιώθουμε ιδιαίτερα διαφορετικά από όταν καταπιανόμαστε με την αγάπη, την αλήθεια, το θάνατο εν γένει ή το Θεό. Διανοούμενοι από κάθε χώρο καταπιάστηκαν με αυτόν, Ιστορικοί, Φιλόσοφοι, Πολιτικοί Επιστήμονες και Λογοτέχνες. Ο πόλεμος δεν έχει μόνο μια πτυχή και δύσκολα κάποιος μπορεί να του δώσει χρονική και χωρική διάσταση.
Μια τόσο βαθιά έννοια, που καθόλου απομακρυσμένη δεν είναι από τον πόλεμο κατά των ναρκωτικών ή τον πόλεμο κατά της φτώχειας, τον ψυχρό πόλεμο και τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας. Δεν είναι απλά λογοτεχνικά σχήματα. Στην πεμπτουσία του πολέμου βρίσκουμε μια «πυρηνική διάκριση», εμείς εναντίον άλλων, το καλό εναντίον του κακού.
Η κήρυξη ενός πολέμου σημαίνει ότι τα «σπαθιά κέρδισαν έναντι των μολυβιών» και «οι στρατηγοί θριάμβευσαν έναντι των ειρηνιστών». Οι διαφορές τώρα ενορχηστρώνονται πέρα από τους περιορισμούς της ειρήνης και το σημαντικότερο, αναδύονται «ασυνήθιστες εξουσίες και πολιτικές», με βασικό επιχείρημα τη θυσία και τον εθνικό σκοπό.
Η επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου έχρηζε απάντησης και αντιποίνων ή ήταν απλά ένα ιδιαίτερα ειδεχθές έγκλημα; Ο πόλεμος μπορεί να μετεξελίχθηκε αλλά δεν αναιρεί την ιστορική του προέλευση, αντίθετα, η μετεξέλιξη αυτή προστάζει περισσότερο από ποτέ ένα πολύπλοκο πλέγμα κανόνων και ηθικής.
Ζήτημα καίριο και η σημασία της ειρήνης. Ο Πόλεμος είναι απλώς μια κατάσταση που παρεμβάλλεται εν τω καιρώ της ειρήνης; Μπορούμε να αποσυνδέσουμε την ειρήνη από τον πόλεμο και τον πόλεμο από την ειρήνη; O ψυχρός πόλεμος ήταν μια ιδιότυπη ειρήνη ή ένας ιδιότυπος πόλεμος; Χαράζοντας τα όρια μεταξύ των δυο καταστάσεων, αμηχανία προκαλεί η απόπειρα διαχωρισμού της πολιτικής πράξης από τη στρατιωτική πράξη, της άμυνας από την επίθεση..
Η νομική επιστήμη δημιούργησε την κατάλληλη σύζευξη πολέμου και ειρήνης, αναγάγοντας τις ομοιότητες και διαφορές. Για να κατανοήσουμε τη γέφυρα αυτή, οφείλουμε πρώτα να κατανοήσουμε πως ο πόλεμος έγινε νομικός θεσμός1. Αυτή η παρατήρηση έχει μια εσωτερική και εξωτερική διάσταση.
Εξωτερικά έχουμε την ανακήρυξη του χαρακτήρα του πολέμου, από τον παραδοσιακό χαρακτηρισμό δίκαιος ή άδικος πόλεμος, σε πιο σύγχρονους και πολύπλοκους χαρακτηρισμούς, όπως η ανθρωπιστική επέμβαση ή η διαπίστωση αν εξυπηρετεί το κοινό συμφέρον. Το τελευταίο δε, προβλέπεται και από τον καταστατικό χάρτη του ΟΗΕ2 Να ενώνουμε τις δυνάμεις μας για να διατηρούμε τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια, και να εξασφαλίζουμε, με την παραδοχή αρχών και την καθιέρωση μεθόδων, ότι δε θα χρησιμοποιείται ένοπλη βία παρά μόνο για το κοινό συμφέρον (…)].
H πραγματική καινοτομία της νομικής επιστήμης ωστόσο ήταν οι νόμιμες, οι θεμιτές και κοινώς αποδεκτές συνθήκες εντός του πεδίου της μάχης. Στην εσωτερική διάσταση θα πρέπει να συγκαταλέξουμε τη χρήση των πυρηνικών, χημικών ή μαζικής καταστροφής όπλων, και τη συμπεριφορά σε αιχμαλώτους πολέμου.
Υπήρχαν νομικές σκέψεις για τον πόλεμο πολύ πιο πριν από το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο όπως το γνωρίζουμε σήμερα. Έντονο χαρακτηριστικό των προγενεστέρων αυτών σκέψεων ήταν η συχνή και άμεση αναφορά στο φυσικό δίκαιο.
Η νεότερη τάση του Διεθνούς Δικαίου αρχίζει από το 1648 και καθοριστικό σύγγραμμα αποτέλεσε το De Jure Belli ac Pacis (περί του Πολέμου και της Ειρήνης) του Hugo Grotius. Για αυτό το σύγγραμμα χαρακτηρίστηκε ως ο πατέρας του Σύγχρονου Διεθνούς Δικαίου. Το μεγάλο επίτευγμά του, μέσα από αυτό του το σύγγραμμα, είναι ότι ενέταξε στο Διεθνές Δημόσιο Δίκαιο αέναες αξίες του Φυσικού Δικαίου, εξάλλου και ο ίδιος ήταν ένθερμος ζηλωτής του Φυσικού Δικαίου.
Ο Hugo Grotius, και κατά παρόμοιο τρόπο με Πλάτωνα και Αριστοτέλη, διακήρυττε ότι το Φυσικό Δίκαιο θα υπήρχε έστω και αν δεν υπήρχε Θεός, συστηματοποιώντας περαιτέρω την προέλευσή του, αφού μέχρι τότε οι πλείστοι μιλούσαν για τη θεϊκή του προέλευση. Είχε την πεποίθηση, ότι η ύπαρξη του φυσικού δικαίου μπορούσε να ήταν η άμεση συνέπεια του γεγονότος, ότι οι άνθρωποι ζούσαν από κοινού σε μια κοινωνία και ήσαν ικανοί να αντιλαμβάνονται ότι ορισμένοι κανόνες ήσαν αναγκαίοι για τη διατήρηση και διαφύλαξη αυτής της κοινωνίας3.
Ο μεσαιωνικός εκφραστής του Φυσικού Δικαίου, Θωμάς Ακινάτης, στηριχθείς εν πολλοίς στον Αριστοτέλη και αναφερθείς σε χωρία της Καινής Διαθήκης, διατυπώνει τις περιπτώσεις που ο πόλεμος είναι δίκαιος 4. Ενδεικτικά, μίλησε για την περίπτωση που είναι μέρος απελευθερωτικού αγώνα, και χωρίς αυτό να είναι απόλυτο, να έχει διέλθει από την έγκριση κάποιας εκτελεστικής εξουσίας. Βέβαια ένας λαός που αγωνίζεται για την απελευθέρωσή του, δεν σημαίνει ότι υπάγεται τη χρονική εκείνη στιγμή σε κάποια εκτελεστική εξουσία. Ειδικά, αν τελεί υπό ξένη και κατοχική δύναμη, εν τοις πράγμασι, δεν θα έχει δομημένη και δική του εκτελεστική εξουσία. Σε κάθε περίπτωση έθετε το κριτήριο ότι η κήρυξη ενός πολέμου πρέπει να είναι γνήσια και καλής διαθέσεως και προθέσεων, δηλαδή να αποσκοπεί στην τιμωρία των εγκληματιών και του αδίκου αλλά και την αποκατάσταση της τάξεως.