Στην παρούσα μελέτη επιδιώκεται η εύρεση του κατάλληλου πλαισίου, ικανού να εγκυμονεί τις αναγκαίες προϋποθέσεις και συνθήκες, ώστε να είναι εφικτή η κάλυψη όλων των αναγκών των πληροφοριακών συστημάτων ενός οποιουδήποτε εκπαιδευτικού ιδρύματος, αρχής γενομένης με το ίδιο το ίδρυμα.
Το outsourcing, μια πολυφορεμένη τεχνική των επιχειρήσεων, και ειδικότερα στην παρούσα κοινωνικοπολιτική κατάσταση και πρωτίστως στο παρόν νομικό πλαίσιο, είναι οικονομικά ανέφικτο να αποτελέσει βιώσιμη και αποδοτική επιλογή. Οι χρόνοι που απαιτούνται από την κείμενη νομοθεσία για την ανάθεση ενός μεγάλου έργου στον αποδεκτό ανάδοχο, τα έξοδα και οι κίνδυνοι διοίκησης που ελλοχεύουν κατά τη σύνταξη του διαγωνισμού, την ανάθεση και εκτέλεση του έργου, αλλά και πιο ευρύτερα κατά τον κύκλο ζωής του παραδοτέου, τα ασφυχτικά μικρά περιθώρια κινήτρων και κερδοφορίας από κάθε δευτερογενή εκμετάλλευση των συστημάτων αυτών και κατά τη γνώμη μου το κυριότερο, η σημαντικότητα των πληροφοριακών συστημάτων στην εύρυθμη λειτουργία των ιδρυμάτων είναι μερικά από τα αίτια, που ως αντικειμενικοί και αξιόπιστοι οιωνοί, προοικονομούν την ακαταλληλότητα του μοντέλου αυτού.
Θα γίνονται ιδιαίτερες αναφορές – μνεία στο ΤΕΙ Δυτικής Ελλάδας και στο τμήμα της Διοίκησης Επιχειρήσεων, κυρίως για συναισθηματικούς λόγους του συγγραφέα αλλά και λόγω της, εκ των πραγμάτων, καλύτερης και πιο εύκολης πληροφόρησης. Ωστόσο επιδίωξη είναι η πρώτη σκιαγράφηση ενός αποδοτικού και ριζοσπαστικού χάρτη και θεωρίας συμπεριφοράς που θα αφορά ευρύτερα την έννοια «πληροφοριακά συστήματα» στα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Αρχικά θα μας απασχολήσει ο ευεργετικός ρόλος που μπορεί το διαδίκτυο να έχει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και πως το Web 2.0 μπορεί να συμβάλει όχι μόνο στην παρακίνηση των φοιτητών και ως μέρος της διδασκαλίας αλλά ακόμη και στα ερευνητικά ενδιαφέροντα των καθηγητών. Θα ακολουθήσει μια προϊδέαση για την παρούσα κατάσταση, τόσο ως προς τα χαρακτηριστικά της, όσο και για τα κακώς κείμενα και ποια είναι τα αίτια αστοχίας.
Στη συνέχεια και μπαίνοντας στον κύριο κορμό της εργασίας, θα υπάρξει μια αφαιρετικά μινιμαλιστική προσέγγιση στις τεχνικές λεπτομέρειες και στη διοίκηση της τεχνολογίας και θα ακολουθήσει ένας ευρύτερος χάρτης διοίκησης που απορρέει από τις σύγχρονες θεωρήσεις ως προς την επίτευξη επιχειρησιακών στόχων. Τέλος θα παρατεθούν συγκεκριμένα στοιχεία, που αποδεικνύουν, ότι όλα τα παραπάνω δεν είναι μόνο εφικτά αλλά και πιθανά.
Μια πτυχή της πεποίθησης που έχει επιλεχθεί να διέπει το πνεύμα της παρούσας εργασίας είναι όταν τα θεμέλια «νοσούν», οιοδήποτε οικοδόμημα αργά ή γρήγορα θα σημανθεί ως «κόκκινο» και υποχρεωτικά «κατεδαφιστέο», και αυτή η προδιάθεση για αποστροφή στο outsourcing δεν έχει ουδεμία σχέση με αντιλήψεις και γνώμες προς τις προφανείς στρατηγικές και είδη οικονομιών. Η αποστροφή αυτή απορρέει από την παγιωμένη πρακτική στον τρόπο που ο ευρύτερος δημόσιος τομέας έχει υιοθετήσει το outsourcing. Τα μέχρι τώρα αποτελέσματα κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικά είναι, υπονοώντας τους σαφείς κινδύνους στον παγιωμένο αυτόν τρόπο υιοθέτησης, με πιο ενδεικτικό την αθέμιτα κρατικοδίαιτη συμπεριφορά και νοοτροπία.
Από την άλλη, οι εναλλακτικές προσεγγίσεις που κάνουν λόγο για ελευθεριάζουσα αυτονομία του ιδρύματος, όλοι-για-έναν-και-ένας-για-όλους, και ότι το κατά τύχη σχετικής τεχνογνωσίας προσωπικό, που στον ελεύθερο χρόνο του και παράλληλα με τα αμειβόμενα καθήκοντά του, μπορεί να φέρει εις πέρας τόσο αρτηριακές λειτουργίες του ιδρύματος, αποτελεί πλάνο «χαρτοπετσέτας», και αδύνατον να αποτελέσει υλικό μελέτης στα πλαίσια ακαδημαϊκού ιδρύματος.
Συγκεφαλαιώνοντας, στην παρούσα εργασία θα επιδιώξω να μεθερμηνεύσω τα εξής: 1) ποιος; 2) πώς; 3) και το γιατί (κίνητρα) θα εμπλακεί κάποιος στην ανάπτυξη και συντήρηση των πληροφοριακών συστημάτων ενός εκπαιδευτικού ιδρύματος.