Το κράτος δικαίου πηγάζει από τη συνταγματική θεωρία και την πολιτική σκέψη. Το περιεχόμενο του προέκυψε από την ιστορική εξέλιξη του σύγχρονου συνταγματικού κράτους και εξειδικεύτηκε σε ειδικότερες αρχές από τη νομολογία των δικαστηρίων. Συνήθως δεν αναγράφεται ρητά στα Συντάγματα ως θεμελιώδης αρχή, αντίθετα υπονοείται κατά τρόπο ουσιαστικό σε σωρεία άρθρων.
Η έννοια του κράτους δικαίου είναι πολύ γενική, έχει όμως μια πολύ συγκεκριμένη ιστορία και συμβατικό περιεχόμενο. Τόσο η ιδέα όσο και η έννοια του κράτους δικαίου εκφράζει τη σχέση του κράτους με το δίκαιο.
Καταρχήν αναδύεται κατά τις στιγμές αμφισβήτησης και υποχώρησης της μοναρχικής εξουσίας. Έτσι στην Αγγλία η επικράτηση μιας μορφής κράτους δικαίου (rule of law) συμπίπτει με τη μετάβαση από την κυριαρχία του μονάρχη στην υπεροχή της Βουλής με στόχο τη διασφάλιση του αισθήματος δικαίου των πολιτών.
Ο A.V. Dicey εξειδικεύοντας την αρχή του κράτους δικαίου στη Βρετανική «έκδοση», διατυπώνει ένα τρίπτυχο ως πυλώνες της αρχής αυτής:
- Αποτροπή κάθε αυθαίρετης εξουσίας.
- Υπαγωγή της ολότητας του κράτους, συμπεριλαμβανομένης της κρατικής λειτουργίας και της ίδιας της διοίκησης, στο νόμο και στη δικαιοδοσία των Δικαστηρίων.
- Τα ατομικά δικαιώματα και όπως αυτά διαμορφώνονται και από τη νομολογία, δεν καθορίζονται από το Σύνταγμα αλλά το καθορίζουν.
Όμοια στη Γερμανία, η μετάβαση από το «αστυνομικό κράτος», που κριτήριο νομιμότητας ήταν η βούληση του μονάρχη, στο κράτος δικαίου ξεκίνησε με την εξασφάλιση ότι η επέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας-λειτουργίας (δηλαδή του μονάρχη) στην ιδιοκτησία και στην ελευθερία των υπηκόων είχε ως προϋπόθεση την ψήφιση νόμου από την Βουλή και άρα συναίνεση του εκλογικού σώματος. Οι συνταγματικές διασφαλίσεις που ξεκίνησαν να εκπορεύονται ήταν τόσο η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, με επίκεντρο τη διάκριση νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, όσο και η αρχή της νομιμότητας της διοικητικής εξουσίας και τον περιορισμό όχι μόνο αν η διοίκηση μπορεί να ενεργήσει αλλά και το πώς, υπό ποιες προϋποθέσεις και με ποια μέσα.
Οι Αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να λένε ότι διοικούνταν από νόμους και όχι από άνδρες. Αυτή η ιδέα ανταποκρίνεται ικανοποιητικά και στην θεώρηση του δόγματος του κράτους δικαίου. Ήθελαν να πουν, ότι οι άρχοντες πειθαρχούσαν στο νόμο, ακόμη και αν διαφωνούσαν αλλά και ότι ο νόμος πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο αντικειμενικό και όχι βάσει συμφερόντων, και επειδή δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε σε αυτό πάντοτε τους έχοντες εξουσία, τα δικαστήρια μας διασφαλίζουν σχετικά.